Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατρακάριστος η ατρακάριστη το ατρακάριστο
      γενική του ατρακάριστου της ατρακάριστης του ατρακάριστου
    αιτιατική τον ατρακάριστο την ατρακάριστη το ατρακάριστο
     κλητική ατρακάριστε ατρακάριστη ατρακάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατρακάριστοι οι ατρακάριστες τα ατρακάριστα
      γενική των ατρακάριστων των ατρακάριστων των ατρακάριστων
    αιτιατική τους ατρακάριστους τις ατρακάριστες τα ατρακάριστα
     κλητική ατρακάριστοι ατρακάριστες ατρακάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατρακάριστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ατρακάριστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει τρακαριστεί
    πωλείται καινούριο, ατρακάριστο αυτοκίνητο μάρκας ...

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία