ατρακάριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατρακάριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ατρακάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει τρακαριστεί
- πωλείται καινούριο, ατρακάριστο αυτοκίνητο μάρκας ...
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατρακάριστος
|