Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρακάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρακάρω
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
attraccar
Ρήμα
επεξεργασία
τρακάρω
και
τρακέρνω
συγκρούομαι
πέφτω
πάνω σε κάποιον άθελά μου
πετυχαίνω
,
συναντώ
κάποιον
τυχαία
Συγγενικά
επεξεργασία
τράκα
τρακαδόρος
τρακάρισμα
τρακαρισμένος
τρακέρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρακάρω
γαλλικά
:
percuter
(fr)