Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρακέρνω < ιταλική attraccar

  Ρήμα επεξεργασία

τρακέρνω και τρακάρω

Συγγενικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη τρακάρω