Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρακαρισμένος η τρακαρισμένη το τρακαρισμένο
      γενική του τρακαρισμένου της τρακαρισμένης του τρακαρισμένου
    αιτιατική τον τρακαρισμένο την τρακαρισμένη το τρακαρισμένο
     κλητική τρακαρισμένε τρακαρισμένη τρακαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρακαρισμένοι οι τρακαρισμένες τα τρακαρισμένα
      γενική των τρακαρισμένων των τρακαρισμένων των τρακαρισμένων
    αιτιατική τους τρακαρισμένους τις τρακαρισμένες τα τρακαρισμένα
     κλητική τρακαρισμένοι τρακαρισμένες τρακαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. τρακαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρακάρω και τρακέρνω
  2. τρακαρισμένος < τρακ

  Μετοχή επεξεργασία

τρακαρισμένος, -η, -ο

  1. που έχει υποστεί τράκα, (→ δείτε τη λέξη τρακάρω)
  2. που έχει τρακ

  Μεταφράσεις επεξεργασία