Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρακαδόρος οι τρακαδόροι
      γενική του τρακαδόρου των τρακαδόρων
    αιτιατική τον τρακαδόρο τους τρακαδόρους
     κλητική τρακαδόρε τρακαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρακαδόρος < τράκα (< τρακάρω + (αναδρομικός σχηματισμός) < ιταλικά attraccare < ισπανικά atracar < αραβικά ترقى: tarqā: ανεβαίνω) + -αδόρος (< βενετικά -(a)dor + -ος < λατινικά -(a)tor)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾa.kaˈðo.ɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρακαδόρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία