αμακατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμακατζής αρσενικό (θηλυκό: αμακατζού)
- (λαϊκότροπο) που ζει με ξένα χρήματα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρακαδόρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμάκα