Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμακαδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αμακαδόρ
ος
οι
αμακαδόρ
οι
γενική
του
αμακαδόρ
ου
των
αμακαδόρ
ων
αιτιατική
τον
αμακαδόρ
ο
τους
αμακαδόρ
ους
κλητική
αμακαδόρ
ε
αμακαδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμακαδόρος
<
αμάκα
+
-αδόρος
<
βενετική
a
maca
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμακαδόρος
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
)
τρακαδόρος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αμακατζής
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αμάκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμακαδόρος