τυχαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυχαία < τυχαίος
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
τυχαία
- κατά τυχαίο τρόπο, στην τύχη
- διαλέξαμε τυχαία έναν από αυτούς που ήρθαν στη συνέντευξη
- χωρίς να το περιμένω, κατά τύχη, αναπάντεχα
- συνάντησα τυχαία το Γιάννη στο δρόμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
στην τύχη
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τυχαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τυχαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τυχαίος