Ετυμολογία

επεξεργασία
τυχαία < τυχαίος

Επίρρημα

επεξεργασία

τυχαία

  1. κατά τυχαίο τρόπο, στην τύχη
    διαλέξαμε τυχαία έναν από αυτούς που ήρθαν στη συνέντευξη
  2. χωρίς να το περιμένω, κατά τύχη, αναπάντεχα
    συνάντησα τυχαία το Γιάννη στο δρόμο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία