Ετυμολογία

επεξεργασία
by chance <  δείτε τις λέξεις by και chance

by chance (en) (ιδιωματισμός)

  1. τυχόν, τυχαία, κατά τύχη, συμπτωματικά και αναπάντεχα
      He hid it so that they didn’t find it by chance.
    Το έκρυψε, μην τυχόν και το βρουν.
      Many important discoveries happened by chance.
    Πολλές σπουδαίες εφευρέσεις έγιναν τυχαία.
      By chance, I have her letter with me.
    Κατά τύχη έχω μαζί μου το γράμμα της.
  2. τυχόν, πιθανόν, ίσως, ενδεχομένως
      If you by chance see him, give it to him.
    Αν τυχόν τον βρεις, να του το δώσεις.
      By chance, do you know his new address?
    Μήπως τυχόν ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση;
     συνώνυμα: by any chance