chance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chance, cheance, chaunce, cheaunce < παλαιά γαλλική chance < λατινική cadentia < cado
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chance | chances |
chance (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πιθανότητα
- ↪ What are the chances of this happening?
- Τι πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί αυτό;
- ↪ What are the chances of this happening?
- η τύχη
- η ευκαιρία, ευκαιρώ
- ↪ This is our last chance.
- Αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία.
- ↪ I know that you have been disappointed by me, but give me one more chance.
- Ξέρω πως έχετε απογοητευτεί από εμένα, αλλά δώστε μου άλλη μία ευκαιρία.
- ↪ Whenever you get a chance, drop by for a couple minutes so we can see you.
- Όποτε ευκαιρείς, πετάξου δυο λεπτά να σε δούμε.
- ↪ If you have the chance, come by.
- Αν ευκαιρήσεις, έλα.
- ≈ συνώνυμα: opportunity
- ↪ This is our last chance.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | chance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chances |
αόριστος | chanced |
παθητική μετοχή | chanced |
ενεργητική μετοχή | chancing |
chance (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- chance (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- chance (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- chance (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chance | chances |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchance (fr) θηλυκό