Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευκαιρώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευκαιρώ
<
ελληνιστική
εὐκαιρέω-ω
<
εὔκαιρος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ef.ceˈɾo
/
Ρήμα
επεξεργασία
ευκαιρώ
,
πρτ
.
:
ευκαιρούσα
,
στ.μέλλ
.
: θα
ευκαιρήσω
,
αόρ
.
:
ευκαίρησα
έχω
διαθέσιμο
χρόνο
θα ασχοληθώ με το θέμα σας, όταν
ευκαιρήσω
≈
συνώνυμα
:
αδειάζω
(+ να)
μπορώ, έχω την
ευκαιρία
να κάνω κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευκαιρώ
αγγλικά
:
have a chance
(en)
,
have free time
(en)
γαλλικά
:
avoir
(fr)
le
temps
(fr)
disponible
(fr)
,
avoir
(fr)
du
temps
(fr)
libre
(fr)
,