Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
libre libres

libre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

un homme libre, une place libre, temps libre
ένας ελεύθερος άνθρωπος, μια ελεύθερη θέση, ελεύθερος χρόνος


Δείτε επίσης: taxi, taxímetro

Ουσιαστικό

επεξεργασία

libre (es) αρσενικό (Βενεζουέλα)