ενικός         πληθυντικός  
disponible disponibles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disponible < λατινική disponibilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.pɔ.nibl/

  Επίθετο

επεξεργασία

disponible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαθέσιμος
  2. ετοιμοπαράδοτος

Συγγενικά

επεξεργασία