Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετοιμοπαράδοτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετοιμοπαράδοτ
ος
η
ετοιμοπαράδοτ
η
το
ετοιμοπαράδοτ
ο
γενική
του
ετοιμοπαράδοτ
ου
της
ετοιμοπαράδοτ
ης
του
ετοιμοπαράδοτ
ου
αιτιατική
τον
ετοιμοπαράδοτ
ο
την
ετοιμοπαράδοτ
η
το
ετοιμοπαράδοτ
ο
κλητική
ετοιμοπαράδοτ
ε
ετοιμοπαράδοτ
η
ετοιμοπαράδοτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετοιμοπαράδοτ
οι
οι
ετοιμοπαράδοτ
ες
τα
ετοιμοπαράδοτ
α
γενική
των
ετοιμοπαράδοτ
ων
των
ετοιμοπαράδοτ
ων
των
ετοιμοπαράδοτ
ων
αιτιατική
τους
ετοιμοπαράδοτ
ους
τις
ετοιμοπαράδοτ
ες
τα
ετοιμοπαράδοτ
α
κλητική
ετοιμοπαράδοτ
οι
ετοιμοπαράδοτ
ες
ετοιμοπαράδοτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετοιμοπαράδοτος
<
έτοιμος
+
παραδίδω
Επίθετο
επεξεργασία
ετοιμοπαράδοτος, -η, -ο
που είναι
άμεσα
διαθέσιμος
στην
πώληση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετοιμοπαράδοτος
γαλλικά
:
disponible
(fr)
γερμανικά
:
lieferbar
(de)