Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιμοπαράδοτος η ετοιμοπαράδοτη το ετοιμοπαράδοτο
      γενική του ετοιμοπαράδοτου της ετοιμοπαράδοτης του ετοιμοπαράδοτου
    αιτιατική τον ετοιμοπαράδοτο την ετοιμοπαράδοτη το ετοιμοπαράδοτο
     κλητική ετοιμοπαράδοτε ετοιμοπαράδοτη ετοιμοπαράδοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιμοπαράδοτοι οι ετοιμοπαράδοτες τα ετοιμοπαράδοτα
      γενική των ετοιμοπαράδοτων των ετοιμοπαράδοτων των ετοιμοπαράδοτων
    αιτιατική τους ετοιμοπαράδοτους τις ετοιμοπαράδοτες τα ετοιμοπαράδοτα
     κλητική ετοιμοπαράδοτοι ετοιμοπαράδοτες ετοιμοπαράδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετοιμοπαράδοτος < έτοιμος + παραδίδω

  Επίθετο επεξεργασία

ετοιμοπαράδοτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία