disponibilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
disponibilité | disponibilités |
Ετυμολογία
επεξεργασία- disponibilité < λατινική disponibilitas
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdisponibilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
disponibilité | disponibilités |
disponibilité (fr) θηλυκό