εὐκαιρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὐκαιρέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεὐκαιρέω (συνηρημένo εὐκαιρῶ)
- είμαι κενός, ελεύθερος, αδειάζω
- (+ τινι ή + εἲς τί) αφιερώνω τον καιρό μου (σε κάτι)
εὐκαιρέω (συνηρημένo εὐκαιρῶ)