opportunity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
opportunity | opportunities |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαopportunity (en)
- η ευκαιρία
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 343. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευκαιρία