κοπρισιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοπρισιά | οι | κοπρισιές |
γενική | της | κοπρισιάς | των | κοπρισιών |
αιτιατική | την | κοπρισιά | τις | κοπρισιές |
κλητική | κοπρισιά | κοπρισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.pɾiˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐πρι‐σιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπρισιά θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασία- Κοπρισιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοπρισιά
→ δείτε τη λέξη κόπρανα |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .