Κοπρισιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοπρισιά | οι | Κοπρισιές |
γενική | της | Κοπρισιάς | των | Κοπρισιών |
αιτιατική | την | Κοπρισιά | τις | Κοπρισιές |
κλητική | Κοπρισιά | Κοπρισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοπρισιά < κοπρισιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.pɾiˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐πρι‐σιά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοπρισιά θηλυκό
- συνοικία της Μεταμόρφωσης, στην Αθήνα