κοπρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοπρίζω < αρχαία ελληνική κοπρίζω < κόπρος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοπρίζω (παθητική φωνή: κοπρίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόπρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπρίζω | κόπριζα | θα κοπρίζω | να κοπρίζω | κοπρίζοντας | |
β' ενικ. | κοπρίζεις | κόπριζες | θα κοπρίζεις | να κοπρίζεις | κόπριζε | |
γ' ενικ. | κοπρίζει | κόπριζε | θα κοπρίζει | να κοπρίζει | ||
α' πληθ. | κοπρίζουμε | κοπρίζαμε | θα κοπρίζουμε | να κοπρίζουμε | ||
β' πληθ. | κοπρίζετε | κοπρίζατε | θα κοπρίζετε | να κοπρίζετε | κοπρίζετε | |
γ' πληθ. | κοπρίζουν(ε) | κόπριζαν κοπρίζαν(ε) |
θα κοπρίζουν(ε) | να κοπρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόπρισα | θα κοπρίσω | να κοπρίσω | κοπρίσει | ||
β' ενικ. | κόπρισες | θα κοπρίσεις | να κοπρίσεις | κόπρισε | ||
γ' ενικ. | κόπρισε | θα κοπρίσει | να κοπρίσει | |||
α' πληθ. | κοπρίσαμε | θα κοπρίσουμε | να κοπρίσουμε | |||
β' πληθ. | κοπρίσατε | θα κοπρίσετε | να κοπρίσετε | κοπρίστε | ||
γ' πληθ. | κόπρισαν κοπρίσαν(ε) |
θα κοπρίσουν(ε) | να κοπρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοπρίσει | είχα κοπρίσει | θα έχω κοπρίσει | να έχω κοπρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοπρίσει | είχες κοπρίσει | θα έχεις κοπρίσει | να έχεις κοπρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοπρίσει | είχε κοπρίσει | θα έχει κοπρίσει | να έχει κοπρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπρίσει | είχαμε κοπρίσει | θα έχουμε κοπρίσει | να έχουμε κοπρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοπρίσει | είχατε κοπρίσει | θα έχετε κοπρίσει | να έχετε κοπρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπρίσει | είχαν κοπρίσει | θα έχουν κοπρίσει | να έχουν κοπρίσει |
|