κουτσουλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτσουλιά | οι | κουτσουλιές |
γενική | της | κουτσουλιάς | των | κουτσουλιών |
αιτιατική | την | κουτσουλιά | τις | κουτσουλιές |
κλητική | κουτσουλιά | κουτσουλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσουλιά < κουτσιλιά < κότα + τσιλιά < τσιλώ < ελληνιστική κοινή τιλάω < τῖλος (υγρά κόπρανα, διάρροια)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτσουλιά θηλυκό
- το περίττωμα από πουλί
- (μεταφορικά) κάτι που είναι πολύ μικρό που έχει πολύ μικρές διαστάσεις (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
Ταυτόσημο επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ακουτσούλιστος / ακουτσούλητος
- κουτσουλίζω / κουτσουλάω / κουτσουλώ
- κουτσουλισμένος / κουτσουλημένος