ακουτσούλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακουτσούλιστος < α- + κουτσουλίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακουτσούλιστος
- που δεν τον έχουν κουτσουλίσει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουτσουλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακουτσούλιστος
|