↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακουτσούλιστος η ακουτσούλιστη το ακουτσούλιστο
      γενική του ακουτσούλιστου της ακουτσούλιστης του ακουτσούλιστου
    αιτιατική τον ακουτσούλιστο την ακουτσούλιστη το ακουτσούλιστο
     κλητική ακουτσούλιστε ακουτσούλιστη ακουτσούλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακουτσούλιστοι οι ακουτσούλιστες τα ακουτσούλιστα
      γενική των ακουτσούλιστων των ακουτσούλιστων των ακουτσούλιστων
    αιτιατική τους ακουτσούλιστους τις ακουτσούλιστες τα ακουτσούλιστα
     κλητική ακουτσούλιστοι ακουτσούλιστες ακουτσούλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακουτσούλιστος < α- + κουτσουλίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακουτσούλιστος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία