Ετυμολογία

επεξεργασία
Βλέπε τις λέξεις λεπτός και έντερο.

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

λεπτό έντερο ουδέτερο

  • (ανατομία) ένα από τα δύο τμήματα στα οποία διακρίνεται το έντερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία