Ετυμολογία

επεξεργασία
εντεριώνη < αρχαία ελληνική ἐντεριώνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντεριώνη θηλυκό

  • το μαλακό εσωτερικό μέρος του βλαστού ή της ρίζας των φυτών, η ψίχα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία