Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gut guts

gut (en)

  1. το έντερο, τα σπλάχνα, το τμήμα του πεπτικού σωλήνα από το στομάχι ως τον πρωκτό
    ⮡  I’m having discomfort in my guts.
    Έχω ενοχλήσεις στα έντερα.
    ⮡  A histological exam of the guts was ordered.
    Διατάχτηκε η ιστολογική εξέταση των σπλάχνων.
     συνώνυμα: intestine
  2. (μόνο πληθυντικός) τα σπλάχνα, τα έντερα ζώων που χρησιμοποιούνται για να φτιαχτούν χορδές
    ⮡  They use the guts of the lamb for Easter soup.
    Χρησιμοποιούν τα σπλάχνα του αρνιού για Πασχαλινή σούπα.
    ⮡  liver and guts a συκωταριά και έντερα
  3. (ανεπίσημο) η κοιλιά, ιδιαίτερα η κοιλιά με πάχος
    ⮡  He has a bit of a gut.
    Έχει λίγη κοιλιά.
     συνώνυμα: belly
  4. (ανεπίσημο, μόνο πληθυντικός) τα κότσια, το θάρρος και η δύναμη να αντεπεξέλθει κάποιος σε μια πρόκληση
    ⮡  If you have the guts to cross him…
    Αν έχεις τα κότσια να του πας κόντρα…
ενεστώτας gut
γ΄ ενικό ενεστώτα guts
αόριστος gutted
παθητική μετοχή gutted
ενεργητική μετοχή gutting

gut (en)

  • ξεντερίζω, σκίζω και αφαιρώ τα έντερα από το εσωτερικό ενός ψαριού ή ενός ζώου για να το ετοιμάσω για μαγείρεμα
    ⮡  He gutted the hen to put stuffing in it.
    Ξεντέρισε την κότα για να βάλει γέμιση.
    ⮡  They gut the fish, salt them, and then leave them to dry in the sun.
    Σκίζουν τα ψάρια, τ' αλατίζουν και μετά τ' αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο.



  Προφορά

επεξεργασία
 
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

gut (de)

Αντώνυμα

επεξεργασία
  1. schlecht