Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κότσια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.2.2
θάρρος - τόλμη
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κότσια
<
κότσι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κότσια
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
το
θάρρος
και η
δύναμη
να αντεπεξέλθει κάποιος σε μια πρόκληση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κότσια
ρίσκο, τόλμη, τρέλα, ευφυϊα-μυαλό, διάνοια.
θάρρος - τόλμη
επεξεργασία
αγγλικά
:
grit
(en)