πυελικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυελικός | η | πυελική | το | πυελικό |
γενική | του | πυελικού | της | πυελικής | του | πυελικού |
αιτιατική | τον | πυελικό | την | πυελική | το | πυελικό |
κλητική | πυελικέ | πυελική | πυελικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυελικοί | οι | πυελικές | τα | πυελικά |
γενική | των | πυελικών | των | πυελικών | των | πυελικών |
αιτιατική | τους | πυελικούς | τις | πυελικές | τα | πυελικά |
κλητική | πυελικοί | πυελικές | πυελικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυελικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πυελικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)