pelvien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pelvien | pelviens |
θηλυκό | pelvienne | pelviennes |
Επίθετο
επεξεργασίαpelvien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pelvien | pelviens |
θηλυκό | pelvienne | pelviennes |
pelvien (fr)