Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɥin/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ruine ruines

ruine (fr) θηλυκό

  1. το ερείπιο
  2. το χάλασμα
  3. το χάρβαλο

Συγγενικά

επεξεργασία