↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάρβαλο τα χάρβαλα
      γενική του χάρβαλου των χάρβαλων
    αιτιατική το χάρβαλο τα χάρβαλα
     κλητική χάρβαλο χάρβαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάρβαλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάρβαλον < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάρβαλο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χάρβαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.