épave
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
épave | épaves |
Ουσιαστικό επεξεργασία
épave (fr) θηλυκό
- το ναυαγισμένο πλοίο, το ρημάδι, το χάρβαλο
- (μεταφορικά) το σαράβαλο, ερειπωμένη συσκευή· (ειδικότερα) αυτοκίνητο σε πολύ κακή κατάσταση, εγκαταλελειμένο