ενικός         πληθυντικός  
épave épaves

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

épave (fr) θηλυκό

  1. το ναυαγισμένο πλοίο, το ρημάδι, το χάρβαλο
  2. (μεταφορικά) το σαράβαλο, ερειπωμένη συσκευή· (ειδικότερα) αυτοκίνητο σε πολύ κακή κατάσταση, εγκαταλελειμένο