ερειπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερειπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ερειπώνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾi.poˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρει‐πω‐μέ‐νος