↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεπιασμένος η ρεπιασμένη το ρεπιασμένο
      γενική του ρεπιασμένου της ρεπιασμένης του ρεπιασμένου
    αιτιατική τον ρεπιασμένο τη ρεπιασμένη το ρεπιασμένο
     κλητική ρεπιασμένε ρεπιασμένη ρεπιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεπιασμένοι οι ρεπιασμένες τα ρεπιασμένα
      γενική των ρεπιασμένων των ρεπιασμένων των ρεπιασμένων
    αιτιατική τους ρεπιασμένους τις ρεπιασμένες τα ρεπιασμένα
     κλητική ρεπιασμένοι ρεπιασμένες ρεπιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεπιασμένος < ουσιαστικό ρέπιο, ρέπι (ερείπιο) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾe.pçaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐πια‐σμέ‐νος

ρεπιασμένος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία