παραθετικά
θετικός derelict
συγκριτικός more derelict
υπερθετικός most derelict

  Επίθετο

επεξεργασία

derelict (en)

  1. εγκαταλελειμμένος, ερειπωμένος, ειδικά για γη ή κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ή φροντίζονται και βρίσκονται σε κακή κατάσταση
    ⮡  an old derelict house - ένα παλιό εγκαταλελειμμένο/ερειπωμένο σπίτι
    ⮡  derelict rural areas - εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις abandoned και dilapidated
  2. ασυνεπής