derelict
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | derelict |
συγκριτικός | more derelict |
υπερθετικός | most derelict |
Επίθετο
επεξεργασίαderelict (en)
- εγκαταλελειμμένος, ερειπωμένος, ειδικά για γη ή κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ή φροντίζονται και βρίσκονται σε κακή κατάσταση
- ⮡ an old derelict house - ένα παλιό εγκαταλελειμμένο/ερειπωμένο σπίτι
- ⮡ derelict rural areas - εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις abandoned και dilapidated
- ασυνεπής