Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνεπής η ασυνεπής το ασυνεπές
      γενική του ασυνεπούς* της ασυνεπούς του ασυνεπούς
    αιτιατική τον ασυνεπή την ασυνεπή το ασυνεπές
     κλητική ασυνεπή(ς) ασυνεπής ασυνεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνεπείς οι ασυνεπείς τα ασυνεπή
      γενική των ασυνεπών των ασυνεπών των ασυνεπών
    αιτιατική τους ασυνεπείς τις ασυνεπείς τα ασυνεπή
     κλητική ασυνεπείς ασυνεπείς ασυνεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυνεπής < α- + συνεπής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inconséquent)

  Επίθετο επεξεργασία

ασυνεπής

  1. που δεν είναι συνεπής
  2. ανακόλουθος
  3. αντιφατικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία