ρημάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρημάδι | τα | ρημάδια |
γενική | του | ρημαδιού | των | ρημαδιών |
αιτιατική | το | ρημάδι | τα | ρημάδια |
κλητική | ρημάδι | ρημάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρημάδι < μεσαιωνική ελληνική ρημάδι(ν) < (ελληνιστική κοινή) ἐρημάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρημάδι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ερείπιο
- (μεταφορικά) κάτι που ενοχλεί ή εμποδίζει
- πάρ' το ρημάδι σου από τη μέση!
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη έρημος