ρημαδιό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρημαδιό | τα | ρημαδιά |
γενική | του | ρημαδιού | των | ρημαδιών |
αιτιατική | το | ρημαδιό | τα | ρημαδιά |
κλητική | ρημαδιό | ρημαδιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρημαδιό ουδέτερο
- (προφορικό) χαρακτηρισμός πραγμάτων που έχουν ρημάξει ή καταστραφεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έρημος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρημαδιό
|