ρημάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρημάδα | οι | ρημάδες |
γενική | της | ρημάδας | — | |
αιτιατική | τη | ρημάδα | τις | ρημάδες |
κλητική | ρημάδα | ρημάδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρημάδα θηλυκό (αρσενικό ρημάδης)
- (προφορικό) χαρακτηρισμός αντικειμένου ή κατάστασης, θηλυκού γένους, που μας έχει προκαλέσει αγανάκτηση
- ⮡ σου είπα να μην αφήνεις τη ρημάδα την πόρτα ανοιχτή!
Σημειώσεις
επεξεργασία- όταν το αντικείμενο αναφοράς ακολουθεί, και δεν υπονοείται, είναι πάντοτε έναρθρο
- για τα ουδέτερα χρησιμοποιείται το: ρημάδι