foutu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- foutu < foutre
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foutu | foutus |
θηλυκό | foutue | foutues |
- κακός (ακολουθείται από ένα ουσιαστικό)
- σχηματισμένος, φτιαγμένος (ακολουθεί το «καλο-» ή «κακο-»)
- χαμένος, καταδικασμένος, μακαρίτης
- ικανός να
Εκφράσεις
επεξεργασία- mal foutu (για πρόσωπα) - κουρασμένος