↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεχαρβάλωτος η αξεχαρβάλωτη το αξεχαρβάλωτο
      γενική του αξεχαρβάλωτου της αξεχαρβάλωτης του αξεχαρβάλωτου
    αιτιατική τον αξεχαρβάλωτο την αξεχαρβάλωτη το αξεχαρβάλωτο
     κλητική αξεχαρβάλωτε αξεχαρβάλωτη αξεχαρβάλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεχαρβάλωτοι οι αξεχαρβάλωτες τα αξεχαρβάλωτα
      γενική των αξεχαρβάλωτων των αξεχαρβάλωτων των αξεχαρβάλωτων
    αιτιατική τους αξεχαρβάλωτους τις αξεχαρβάλωτες τα αξεχαρβάλωτα
     κλητική αξεχαρβάλωτοι αξεχαρβάλωτες αξεχαρβάλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αξεχαρβάλωτος < α- + ξεχαρβαλώνω + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kse.xaɾˈva.lo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξε‐χαρ‐βά‐λω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αξεχαρβάλωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία