αξεχαρβάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξεχαρβάλωτος < α- + ξεχαρβαλώνω + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kse.xaɾˈva.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐χαρ‐βά‐λω‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααξεχαρβάλωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει ξεχαρβαλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ξεχαρβαλώνω και χάρβαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξεχαρβάλωτος