ξεχαρβαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχαρβαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεχαρβαλώνω < ξε- + χαρβαλώνω < χάρβαλ(ο)[1] + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.xaɾ.vaˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐χαρ‐βα‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχαρβαλώνω, αόρ.: ξεχαρβάλωσα, παθ.φωνή: ξεχαρβαλώνομαι, π.αόρ.: ξεχαρβαλώθηκα, μτχ.π.π.: ξεχαρβαλωμένος
- χαλάω ή εξαρθρώνω το μηχανισμό κάποιου εξαρτήματος και κατ' επέκταση του μηχανήματος ή του αντικειμένου στο οποίο χρησιμοποιείται
- είναι τόσο άγαρμπος σε όλες του τις κινήσεις που έχει ξεχαρβαλώσει όλα τα συρτάρια
- (συνεκδοχικά) αποδιοργανώνω, απορρυθμίζω
Παράγωγα
επεξεργασία- αξεχαρβάλωτος
- ξεχαρβάλωμα
- ξεχαρβαλωμένος
- ξεχαρβάλωτος
- → δείτε τη λέξη χάρβαλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχαρβαλώνω | ξεχαρβάλωνα | θα ξεχαρβαλώνω | να ξεχαρβαλώνω | ξεχαρβαλώνοντας | |
β' ενικ. | ξεχαρβαλώνεις | ξεχαρβάλωνες | θα ξεχαρβαλώνεις | να ξεχαρβαλώνεις | ξεχαρβάλωνε | |
γ' ενικ. | ξεχαρβαλώνει | ξεχαρβάλωνε | θα ξεχαρβαλώνει | να ξεχαρβαλώνει | ||
α' πληθ. | ξεχαρβαλώνουμε | ξεχαρβαλώναμε | θα ξεχαρβαλώνουμε | να ξεχαρβαλώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεχαρβαλώνετε | ξεχαρβαλώνατε | θα ξεχαρβαλώνετε | να ξεχαρβαλώνετε | ξεχαρβαλώνετε | |
γ' πληθ. | ξεχαρβαλώνουν(ε) | ξεχαρβάλωναν ξεχαρβαλώναν(ε) |
θα ξεχαρβαλώνουν(ε) | να ξεχαρβαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχαρβάλωσα | θα ξεχαρβαλώσω | να ξεχαρβαλώσω | ξεχαρβαλώσει | ||
β' ενικ. | ξεχαρβάλωσες | θα ξεχαρβαλώσεις | να ξεχαρβαλώσεις | ξεχαρβάλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεχαρβάλωσε | θα ξεχαρβαλώσει | να ξεχαρβαλώσει | |||
α' πληθ. | ξεχαρβαλώσαμε | θα ξεχαρβαλώσουμε | να ξεχαρβαλώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχαρβαλώσατε | θα ξεχαρβαλώσετε | να ξεχαρβαλώσετε | ξεχαρβαλώστε | ||
γ' πληθ. | ξεχαρβάλωσαν ξεχαρβαλώσαν(ε) |
θα ξεχαρβαλώσουν(ε) | να ξεχαρβαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχαρβαλώσει | είχα ξεχαρβαλώσει | θα έχω ξεχαρβαλώσει | να έχω ξεχαρβαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχαρβαλώσει | είχες ξεχαρβαλώσει | θα έχεις ξεχαρβαλώσει | να έχεις ξεχαρβαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχαρβαλώσει | είχε ξεχαρβαλώσει | θα έχει ξεχαρβαλώσει | να έχει ξεχαρβαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχαρβαλώσει | είχαμε ξεχαρβαλώσει | θα έχουμε ξεχαρβαλώσει | να έχουμε ξεχαρβαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχαρβαλώσει | είχατε ξεχαρβαλώσει | θα έχετε ξεχαρβαλώσει | να έχετε ξεχαρβαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχαρβαλώσει | είχαν ξεχαρβαλώσει | θα έχουν ξεχαρβαλώσει | να έχουν ξεχαρβαλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχαρβαλώνομαι | ξεχαρβαλωνόμουν(α) | θα ξεχαρβαλώνομαι | να ξεχαρβαλώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεχαρβαλώνεσαι | ξεχαρβαλωνόσουν(α) | θα ξεχαρβαλώνεσαι | να ξεχαρβαλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεχαρβαλώνεται | ξεχαρβαλωνόταν(ε) | θα ξεχαρβαλώνεται | να ξεχαρβαλώνεται | ||
α' πληθ. | ξεχαρβαλωνόμαστε | ξεχαρβαλωνόμαστε ξεχαρβαλωνόμασταν |
θα ξεχαρβαλωνόμαστε | να ξεχαρβαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεχαρβαλώνεστε | ξεχαρβαλωνόσαστε ξεχαρβαλωνόσασταν |
θα ξεχαρβαλώνεστε | να ξεχαρβαλώνεστε | (ξεχαρβαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεχαρβαλώνονται | ξεχαρβαλώνονταν ξεχαρβαλωνόντουσαν |
θα ξεχαρβαλώνονται | να ξεχαρβαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχαρβαλώθηκα | θα ξεχαρβαλωθώ | να ξεχαρβαλωθώ | ξεχαρβαλωθεί | ||
β' ενικ. | ξεχαρβαλώθηκες | θα ξεχαρβαλωθείς | να ξεχαρβαλωθείς | ξεχαρβαλώσου | ||
γ' ενικ. | ξεχαρβαλώθηκε | θα ξεχαρβαλωθεί | να ξεχαρβαλωθεί | |||
α' πληθ. | ξεχαρβαλωθήκαμε | θα ξεχαρβαλωθούμε | να ξεχαρβαλωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεχαρβαλωθήκατε | θα ξεχαρβαλωθείτε | να ξεχαρβαλωθείτε | ξεχαρβαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεχαρβαλώθηκαν ξεχαρβαλωθήκαν(ε) |
θα ξεχαρβαλωθούν(ε) | να ξεχαρβαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεχαρβαλωθεί | είχα ξεχαρβαλωθεί | θα έχω ξεχαρβαλωθεί | να έχω ξεχαρβαλωθεί | ξεχαρβαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεχαρβαλωθεί | είχες ξεχαρβαλωθεί | θα έχεις ξεχαρβαλωθεί | να έχεις ξεχαρβαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχαρβαλωθεί | είχε ξεχαρβαλωθεί | θα έχει ξεχαρβαλωθεί | να έχει ξεχαρβαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχαρβαλωθεί | είχαμε ξεχαρβαλωθεί | θα έχουμε ξεχαρβαλωθεί | να έχουμε ξεχαρβαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχαρβαλωθεί | είχατε ξεχαρβαλωθεί | θα έχετε ξεχαρβαλωθεί | να έχετε ξεχαρβαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχαρβαλωθεί | είχαν ξεχαρβαλωθεί | θα έχουν ξεχαρβαλωθεί | να έχουν ξεχαρβαλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεχαρβαλωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεχαρβαλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεχαρβαλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεχαρβαλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεχαρβαλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεχαρβαλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεχαρβαλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεχαρβαλωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχαρβαλώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεχαρβαλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξεχαρβαλώνω
- διαλύω εντελώς, ξεχαρβαλώνω
Παράγωγα
επεξεργασία- ἐξεχαρβαλωμένος (μετοχή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χαρβαλώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεχαρβαλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ξεχαρβαλώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].