ξεχαρβαλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαξεχαρβαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεχαρβαλώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχαρβαλώνομαι
- (για αντικείμενα) διαλύομαι.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχαρβαλώνομαι | ξεχαρβαλωνόμουν(α) | θα ξεχαρβαλώνομαι | να ξεχαρβαλώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεχαρβαλώνεσαι | ξεχαρβαλωνόσουν(α) | θα ξεχαρβαλώνεσαι | να ξεχαρβαλώνεσαι | (ξεχαρβαλώνου) | |
γ' ενικ. | ξεχαρβαλώνεται | ξεχαρβαλωνόταν(ε) | θα ξεχαρβαλώνεται | να ξεχαρβαλώνεται | ||
α' πληθ. | ξεχαρβαλωνόμαστε | ξεχαρβαλωνόμαστε ξεχαρβαλωνόμασταν |
θα ξεχαρβαλωνόμαστε | να ξεχαρβαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεχαρβαλώνεστε | ξεχαρβαλωνόσαστε ξεχαρβαλωνόσασταν |
θα ξεχαρβαλώνεστε | να ξεχαρβαλώνεστε | (ξεχαρβαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεχαρβαλώνονται | ξεχαρβαλώνονταν ξεχαρβαλωνόντουσαν |
θα ξεχαρβαλώνονται | να ξεχαρβαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχαρβαλώθηκα | θα ξεχαρβαλωθώ | να ξεχαρβαλωθώ | ξεχαρβαλωθεί | ||
β' ενικ. | ξεχαρβαλώθηκες | θα ξεχαρβαλωθείς | να ξεχαρβαλωθείς | ξεχαρβαλώσου | ||
γ' ενικ. | ξεχαρβαλώθηκε | θα ξεχαρβαλωθεί | να ξεχαρβαλωθεί | |||
α' πληθ. | ξεχαρβαλωθήκαμε | θα ξεχαρβαλωθούμε | να ξεχαρβαλωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεχαρβαλωθήκατε | θα ξεχαρβαλωθείτε | να ξεχαρβαλωθείτε | ξεχαρβαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεχαρβαλώθηκαν ξεχαρβαλωθήκαν(ε) |
θα ξεχαρβαλωθούν(ε) | να ξεχαρβαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεχαρβαλωθεί | είχα ξεχαρβαλωθεί | θα έχω ξεχαρβαλωθεί | να έχω ξεχαρβαλωθεί | ξεχαρβαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεχαρβαλωθεί | είχες ξεχαρβαλωθεί | θα έχεις ξεχαρβαλωθεί | να έχεις ξεχαρβαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχαρβαλωθεί | είχε ξεχαρβαλωθεί | θα έχει ξεχαρβαλωθεί | να έχει ξεχαρβαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχαρβαλωθεί | είχαμε ξεχαρβαλωθεί | θα έχουμε ξεχαρβαλωθεί | να έχουμε ξεχαρβαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχαρβαλωθεί | είχατε ξεχαρβαλωθεί | θα έχετε ξεχαρβαλωθεί | να έχετε ξεχαρβαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχαρβαλωθεί | είχαν ξεχαρβαλωθεί | θα έχουν ξεχαρβαλωθεί | να έχουν ξεχαρβαλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχαρβαλώνομαι