Ετυμολογία

επεξεργασία
απορρυθμίζω < απο- + ρυθμίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérégler)

απορρυθμίζω (παθητική φωνή: απορρυθμίζομαι)

  1. κάνω κάτι να δυσλειτουργεί, αποδιοργανώνω, αναστατώνω
  2. καταργώ νομοθεσία για μείωση της γραφειοκρατίας
    • Τα πλαστικά απορρυθμίζουν το ορμονικό σύστημα.
    • Αντιλαϊκό κι αντεργατικό το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, απορρυθμίζει την αγορά της εργασίας.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία