απορρυθμιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απορρυθμιστικός < απορρύθμιση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααπορρυθμιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απορρύθμιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει στην δημιουργία της
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απορρυθμιστικά
- → δείτε τις λέξεις απορρυθμίζω, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία απορρυθμιστικός