↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορρύθμιση οι απορρυθμίσεις
      γενική της απορρύθμισης* των απορρυθμίσεων
    αιτιατική την απορρύθμιση τις απορρυθμίσεις
     κλητική απορρύθμιση απορρυθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορρυθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορρύθμιση < απορρυθμίζω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απορρύθμιση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία