απορρύθμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απορρύθμιση | οι | απορρυθμίσεις |
γενική | της | απορρύθμισης* | των | απορρυθμίσεων |
αιτιατική | την | απορρύθμιση | τις | απορρυθμίσεις |
κλητική | απορρύθμιση | απορρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απορρύθμιση < απορρυθμίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
απορρύθμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απορρυθμίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απορρυθμίζω, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
απορρύθμιση