απορρυθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπορρυθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορρυθμίζω
- θα απορρυθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορρυθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπορρυθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απορρύθμιση