Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδιοργανωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποδιοργανωτικ
ός
η
αποδιοργανωτικ
ή
το
αποδιοργανωτικ
ό
γενική
του
αποδιοργανωτικ
ού
της
αποδιοργανωτικ
ής
του
αποδιοργανωτικ
ού
αιτιατική
τον
αποδιοργανωτικ
ό
την
αποδιοργανωτικ
ή
το
αποδιοργανωτικ
ό
κλητική
αποδιοργανωτικ
έ
αποδιοργανωτικ
ή
αποδιοργανωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποδιοργανωτικ
οί
οι
αποδιοργανωτικ
ές
τα
αποδιοργανωτικ
ά
γενική
των
αποδιοργανωτικ
ών
των
αποδιοργανωτικ
ών
των
αποδιοργανωτικ
ών
αιτιατική
τους
αποδιοργανωτικ
ούς
τις
αποδιοργανωτικ
ές
τα
αποδιοργανωτικ
ά
κλητική
αποδιοργανωτικ
οί
αποδιοργανωτικ
ές
αποδιοργανωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδιοργανωτικός
<
αποδιοργανώνω
Επίθετο
επεξεργασία
αποδιοργανωτικός, -ή, -ό
που
αποδιοργανώνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδιοργανωτικός
γαλλικά
:
désorganisateur
(fr)