δυσλειτουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσλειτουργώ < δυσ- + λειτουργώ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική malfunction)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiz.li.tuɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐λει‐τουρ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαδυσλειτουργώ, αόρ.: δυσλειτούργησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δυσ- και λειτουργώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσλειτουργώ | δυσλειτουργούσα | θα δυσλειτουργώ | να δυσλειτουργώ | δυσλειτουργώντας | |
β' ενικ. | δυσλειτουργείς | δυσλειτουργούσες | θα δυσλειτουργείς | να δυσλειτουργείς | ||
γ' ενικ. | δυσλειτουργεί | δυσλειτουργούσε | θα δυσλειτουργεί | να δυσλειτουργεί | ||
α' πληθ. | δυσλειτουργούμε | δυσλειτουργούσαμε | θα δυσλειτουργούμε | να δυσλειτουργούμε | ||
β' πληθ. | δυσλειτουργείτε | δυσλειτουργούσατε | θα δυσλειτουργείτε | να δυσλειτουργείτε | δυσλειτουργείτε | |
γ' πληθ. | δυσλειτουργούν(ε) | δυσλειτουργούσαν(ε) | θα δυσλειτουργούν(ε) | να δυσλειτουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσλειτούργησα | θα δυσλειτουργήσω | να δυσλειτουργήσω | δυσλειτουργήσει | ||
β' ενικ. | δυσλειτούργησες | θα δυσλειτουργήσεις | να δυσλειτουργήσεις | δυσλειτούργησε | ||
γ' ενικ. | δυσλειτούργησε | θα δυσλειτουργήσει | να δυσλειτουργήσει | |||
α' πληθ. | δυσλειτουργήσαμε | θα δυσλειτουργήσουμε | να δυσλειτουργήσουμε | |||
β' πληθ. | δυσλειτουργήσατε | θα δυσλειτουργήσετε | να δυσλειτουργήσετε | δυσλειτουργήστε | ||
γ' πληθ. | δυσλειτούργησαν δυσλειτουργήσαν(ε) |
θα δυσλειτουργήσουν(ε) | να δυσλειτουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δυσλειτουργήσει | είχα δυσλειτουργήσει | θα έχω δυσλειτουργήσει | να έχω δυσλειτουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δυσλειτουργήσει | είχες δυσλειτουργήσει | θα έχεις δυσλειτουργήσει | να έχεις δυσλειτουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δυσλειτουργήσει | είχε δυσλειτουργήσει | θα έχει δυσλειτουργήσει | να έχει δυσλειτουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσλειτουργήσει | είχαμε δυσλειτουργήσει | θα έχουμε δυσλειτουργήσει | να έχουμε δυσλειτουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δυσλειτουργήσει | είχατε δυσλειτουργήσει | θα έχετε δυσλειτουργήσει | να έχετε δυσλειτουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσλειτουργήσει | είχαν δυσλειτουργήσει | θα έχουν δυσλειτουργήσει | να έχουν δυσλειτουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσλειτουργώ
- ↑ δυσλειτουργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας