δυσλειτουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσλειτουργικός < δυσλειτουργία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική malfunctional / dysfunctional)
Επίθετο επεξεργασία
δυσλειτουργικός
- που δυσλειτουργεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δυσλειτουργώ και λειτουργώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσλειτουργικός