malfunction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
malfunction | malfunctions |
malfunction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δυσλειτουργία, η κακή λειτουργία
- ⮡ It is due to a malfunction of the carburetor.
- Οφείλεται σε κακή λειτουργία του καρμπυρατέρ.
- ⮡ It is due to a malfunction of the carburetor.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | malfunction |
γ΄ ενικό ενεστώτα | malfunctions |
αόριστος | malfunctioned |
παθητική μετοχή | malfunctioned |
ενεργητική μετοχή | malfunctioning |
malfunction (en)
Πηγές
επεξεργασία- malfunction (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- malfunction (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λειτουργία